ευθύφλοιος

From LSJ

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new

Source

Greek Monolingual

εὐθύφλοιος, -ον (Α)
(για δένδρα) αυτός που έχει ευθύ, λείο φλοιό.