ευθύχαλκος
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
Greek Monolingual
εὐθύχαλκος, -ον (Α)
αυτός που πληρώνεται τοις μετρητοίς, επί τη εμφανίσει.
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
εὐθύχαλκος, -ον (Α)
αυτός που πληρώνεται τοις μετρητοίς, επί τη εμφανίσει.