ευμέθυστος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

εὐμέθυστος, -ον (Μ)
αυτός που μεθάει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μεθύω.