ευσπλαγχνικός
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
και ευσπλαχνικός και σπλαχνικός, -ή, -ό (Μ εὐσπλαγχνικὸς και εὐσπλαχνικός, -ή, -ον) εύσπλαγχνος
φιλεύσπλαγχνος, συμπονετικός.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
και ευσπλαχνικός και σπλαχνικός, -ή, -ό (Μ εὐσπλαγχνικὸς και εὐσπλαχνικός, -ή, -ον) εύσπλαγχνος
φιλεύσπλαγχνος, συμπονετικός.