ευσπλαγχνικός

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

και ευσπλαχνικός και σπλαχνικός, -ή, -ό (Μ εὐσπλαγχνικὸς και εὐσπλαχνικός, -ή, -ον) εύσπλαγχνος
φιλεύσπλαγχνος, συμπονετικός.