ευσυγκίνητος
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που συγκινείται εύκολα, ο ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -συγ-κινητος (< συγ-κινώ), πρβλ. α-συγ-κίνητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γ. Μ. Βιζυηνό].