εφήβαιο
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
τὸ (Α ἐφήβαιον και ἐφήβειον)
η ήβη, η ηβική χώρα και το υπερκείμενο του αιδοίου τριχωτό τμήμα του υπογαστρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἥβη].