εφεδρίζω

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387

Greek Monolingual

ἐφεδρίζω (Α) εφέδρα
1. παίζω τον εφεδρισμό, κάθομαι στη ράχη του συμπαίκτη που νίκησα
2. (μτχ. ενεστ.) Ἐφεδρίζοντες
τίτλος έργου του Φιλήμονος.