Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
ἐφεδρίζω (Α) εφέδρα
1. παίζω τον εφεδρισμό, κάθομαι στη ράχη του συμπαίκτη που νίκησα
2. (μτχ. ενεστ.) Ἐφεδρίζοντες
τίτλος έργου του Φιλήμονος.