εφταπλάσιος
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
-α, -ο
επταπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διπλάσιος.
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
-α, -ο
επταπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διπλάσιος.