Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
ἐχέπικρος, -ον (Μ)(κατά τον Ευστ.) εχεπευκής.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + πικρός.