εχιδνοειδής
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
Greek Monolingual
-ές (Α ἐχιδνοειδής, -ές)
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που μοιάζει με έχιδνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -ειδής].