εύαρνος

Greek Monolingual

εὔαρνος, -ον (Α)
1. πλούσιος σε πρόβατα
2. (για προβατίνα) αυτή που γεννά καλά αρνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άρνος < αρήν, αρνός «αρνί»].