εύθερμος

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

εὔθερμος, -ον (Α)
πολύ θερμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θερμός.