ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
εὔινος, -ον (Α)αυτός που έχει ισχυρές ίνες («ξύλον εὔχρουν, ἰσχυρόν, εὔινον», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ις, ινός «ίνα»].