εύλιμνος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

εὔλιμνος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλές ή μεγάλες λίμνες.