εἰδαίνομαι

English (LSJ)

aor. 1 εἰδήνατο, = εἴδομαι, to be like, τινί Nic.Al.76,600.

German (Pape)

[Seite 723] (εἴδομαι), ähnlich sein, μολίβδῳ εἰδήνατο χροιήν Nic. Al. 613.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδαίνομαι: εἴδομαι, ἀόρ. α΄ εἰδῄνατο (ὀρθότ. εἰδήνατο) ὡμοιώθη, μολύβδῳ εἰδήνατο χροιὴν Νικ. Ἀλεξιφ. 613.