εἰκοσαετία

English (LSJ)

ἡ, period of twenty years, Ph.2.224, J.AJ8.5.3, PTeb.287.7.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): Ϝικατιετ- ICr.2.12.22B.2 (Eleuterna III/II a.C.)
1 período de veinte años ταῦτα Σολομὼν εἰκοσαετίᾳ κατασκευάσας I.AI 8.141, ἐκ προδόματος τῆς πρώτης εἰκοσαετίας a partir de un anticipo de los primeros veinte años, IKeramos 31.6 (II d.C.), cf. PTeb.287.7 (II d.C.), PCol.175.44 (II d.C.), Iust.Nou.119.7, ἐπὶ εἰκοσαετίαν Iul.Ascal.18.2.
2 edad de veinte años ἀπὸ δὲ πενταετίας ἄχρις εἰκοσαετίας ref. la edad de una pers., Ph.2.276, cf. 224.

German (Pape)

[Seite 727] ἡ, Zeit von zwanzig Jahren, Philo, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσαετία: ἡ, χρονικὴ περίοδος εἴκοσιν ἐτῶν, Φίλων 2. 224, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἱ. 8. 5, 3.

Greek Monolingual

η (AM εἰκοσαετία)
περίοδος είκοσι ετών.