εἰσκινέομαι

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Spanish (DGE)

actuar, comportarse τὰς αἰσθήσεις ... τὰς ψηκτάς, καθ' ἃς εἰσκινούμενοι Origenes Fr.in Ps.134.15-18.