εἰσκρίνομαι

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκρίνομαι: εἰσέρχομαι εἰς, Διογ. Λ. 1. 7, Φίλων 2. 604· «εἰσκεκριμένον· ἐπεισαγόμενον, ἢ ἐπείσακτον» Ἡσύχ., «εἰσκριθείς, εἰσελθὼν» Σουΐδ. - Ἐνεργ. «εἰσκρίνει· εἰσχωρίζει, μερίζει» Ἡσύχ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσκρίνομαι: проникать, внедряться (εἴδωλα εἰσκρινόμενα ταῖς ὄψεσι Diog. L.).