εἱμένος

English (LSJ)

pf. part. Pass. of ἕννυμι and ἵημι.

Spanish (DGE)

v. ἕννυμι, ἵημι.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. de ἕννυμι;
part. pf. Pass. de ἵημι.

Russian (Dvoretsky)

εἱμένος: part. pf. pass. к ἕννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

εἱμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἕννυμι.

English (Autenrieth)

see ἕννυ^μι.

Greek Monotonic

εἱμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του ἕννυμι.