εὐκατάβλητος
English (LSJ)
εὐκατάβλητον, easily overthrown, Eust. 1055.51.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht niederzustürzen, Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάβλητος: -ον, ὁ εὐχερῶς καταβαλλόμενος, Ἰω. Χρυσ. τ. 8. σ. 51G.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκατάβλητος, -ον)
αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-βλητος (< κατα-βάλλω), πρβλ. α-κατά-βλητος].