εὐορκησία

English (LSJ)

ἡ, fidelity to one's oath, Alexand.Com. 2.

Greek (Liddell-Scott)

εὐορκησία: ἡ, τὸ εὐορκεῖν, Ἀλέξανδρος ἐν «Ἑλένῃ» 1· πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυν. 513.

Greek Monolingual

εὐορκησία, ἡ (Α)
η πιστή τήρηση του όρκου.

German (Pape)

ἡ, das Richtigschwören, das Halten des Eides, B.A. 96; vgl. Lobeck zu Phryn. p. 513.