τήρηση
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
η /τήρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [τηρῶ (Ι)]
1. το να τηρεί κανείς κάτι, η διαφύλαξη με σεβασμό και η μη παράβαση ενός πράγματος, μιας αρχής, μιας παράδοσης (α. «η τήρηση τών νόμων» β. «ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν θεοῦ», ΚΔ
γ. «φυλακὴ... τῶν ἐντολῶν τήρησις οὖσα αὐτῶν ἀβλαβής», Κλήμ. Αλ.)
2. περιφρούρηση, διαφύλαξη (α. «η τήρηση της τάξεως και της πειθαρχείας» β. «ἡ σωτηρία τήρησις οὖσα τοῦ εὖ εἴχοντος», Κλήμ. Αλ.)
μσν.-αρχ.
(φιλοσ.-θεολ.) παρατήρηση
αρχ.
1. επιτήρηση, φρούρηση («ἀφύλακτος ἡ τήρησις», Ευρ.)
2. διατήρηση, διασφάλιση, εξασφάλιση (α. «τιμὴ τήρησις ἀξιώματος», Πλάτ.
β. «πλούτου τήρηση», Φιλάδ.)
3. επαγρύπνηση («εἰ γὰρ ἀφαιρήσομέν τι καὶ βραχὺ τῆς τηρήσεως», Θουκ.)
4. κρατητήριο, φυλακή («καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ», ΚΔ).