εὐποτμέω

English (LSJ)

to be lucky, fortunate, Plu.Aem.26.

French (Bailly abrégé)

εὐποτμῶ :
avoir un heureux sort, être heureux.
Étymologie: εὔποτμος.

German (Pape)

ein glückliches Los haben, Plut. Aem. 26.

Russian (Dvoretsky)

εὐποτμέω: наслаждаться счастьем, быть счастливым Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποτμέω: εἶμαι εὔποτμος, «καλότυχος», εὐτυχής, Πλουτάρχ. Αἰμίλ. 26.

Greek Monotonic

εὐποτμέω: μέλ. -ήσω, είμαι τυχερός, καλότυχος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐποτμέω, fut. -ήσω [from εὔποτμος
to be lucky, fortunate, Plut.