εὐρύφωνος

English (LSJ)

εὐρύφωνον, Glossaria on Τηλεβόαι, Id.1396.3.

German (Pape)

[Seite 1096] mit breiter, voller Aussprache, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύφωνος: -ον, ὁ εὐρέως, μεγάλως ἠχῶν, Εὐστ. 1396. 3.

Greek Monolingual

εὐρύφωνος, -ον (Μ)
αυτός που ηχεί δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, εύφωνος].