εὐτροφέω

English (LSJ)

thrive, flourish, Arist.GA765b26, Thphr. HP 8.8.4, etc.: —also Med. or Pass., Id.CP4.1.4.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτροφέω: τρέφομαι καλῶς, ἔχω εὐεξίαν σώματος, αὐξάνομαι, «μεγαλώνω», Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 29, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 2, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. ἢ Παθ., ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 1, 4· ἴδε εὐτραφέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐτροφέω:
1 быть хорошо упитанным, быть цветущим Arst.;
2 (о растениях), хорошо развиваться, зреть, (εὐ. καὶ τεθηλέναι Plut.).

German (Pape)

wohlgenährt sein, gute Nahrung bekommen, Arist. gen.an. 4.1 und Folgde; auch von Pflanzen, gedeihen, Plut. – Das med. in der Bdtg des act., Theophr.