εὔθηλος

English (LSJ)

εὔθηλον, (θηλή) with distended udder, E.IA579 (lyr.), Ba.737, AP9.224 (Crin.); εὐ. μαστὸς θεᾶς Lyc.1328.

German (Pape)

[Seite 1069] mit gutem, vollem Euter, πόρις Eur. Bacch. 737; I. A. 579; μαστὸς θεᾶς, der Göttinn volle Brust, Lyc. 1328.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mamelles pleines de lait, p. ext. aux mamelles gonflées.
Étymologie: εὖ, θηλή.

Russian (Dvoretsky)

εὔθηλος: с разбухшими сосцами, с полным выменем (βόες, πόρις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔθηλος: -ον, (θηλή) ἔχων θηλὴν σφριγῶσαν, εὔθηλον πόριν Εὐρ. Βάκχ. 737· εὔθηλοι δὲ τρέφοντο βόες Ι. Τ. 580· μαστὸν εὔθηλον θεᾶς Λυκόφρ. 1328.

Greek Monolingual

εὔθηλος, -ον (Α)
1. (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον»)
2. (ως επίθ. του μαστού) ευτραφής, μεγάλος («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηλή.

Greek Monotonic

εὔθηλος: -ον (θηλή), αυτός που έχει σφριγηλή θηλή, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὔ-θηλος, ον θηλή
with distended udder, Eur.