ζατρίκιο

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

και ζατρίκι (ΑΜ ζατρίκιον)
είδος παιχνιδιού, το σκάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. sachrats].