ζυγολούρι

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

και ζυγόλουρο, το (Μ ζυγόλωρον)
το ζυγόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + λουρί (< λώρος «λουρίδα»)].