ζωνίτις

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

ζωνίτις, -ιδος, ἡ (Α) ζώνη
αυτή που έχει ζώνες, που σχηματίζει κυκλικές ραβδώσεις.