ηγεμονεύς
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Greek Monolingual
ἡγεμονεύς, δωρ. τ. ἁγεμονεύς, ὁ (Α)
1. επικ. τ. του ηγεμών
2. (επιγρ. στη Ρώμη) κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μεταπλασμένος τ. του Ηγεμών κατά τα ουσ. σε -εύς (βασιλ-εύς κ.λπ.)].