ημίρραμφος

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος αθερινόμορφων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiramphus < hemi- (πρβλ. ημι-) + -rhamphus (πρβλ. ράμφος)].