Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ημίτμητος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίτμητος,-ον) αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ.<ημι- +τμη-τος (<τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-τμή-θην), πρβλ. ά-τμη-τος, δορί-τμητος].