ημεροφύλαξ
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek Monolingual
ἡμεροφύλαξ, ὁ (Α)
αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο ημεροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + φύλαξ.