ημικυρίαρχος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για κράτη και ηγεμόνες) αυτός που είναι εν μέρει μόνο κυρίαρχος.