ημικώνιον

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

ἡμικώνιον, τὸ (Α)
μισός κώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κώνος].