ημιλόχιον

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

ἡμιλόχιον, τὸ (Α)
ἡμιλοχία, στρατιωτική δύναμη μισού λόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λόχος.