ημιμάχιμος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
ο
στρ. παλαιά κατηγορία στρατευσίμων που λόγω σωματικής βλάβης χρησιμοποιούνταν σε ελαφρές υπηρεσίες.