ημιχολώδης

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

ἡμιχολώδης, -ες (Α)
1. ο εν μέρει χολώδης
2. αυτός που έχει εν μέρει ασθενική, χολερική κράση.