εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
ἡμιχολώδης, -ες (Α)1. ο εν μέρει χολώδης2. αυτός που έχει εν μέρει ασθενική, χολερική κράση.