ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
και θέμελο, το (AM θεμέλιον)βλ. θεμέλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. θεμέλιος.