θεμέλιο

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

και θέμελο, το (AM θεμέλιον)
βλ. θεμέλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. θεμέλιος.