θεμέλιο

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

και θέμελο, το (AM θεμέλιον)
βλ. θεμέλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. θεμέλιος.