θεμιστέων

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστέων: ἴδε ἐν λέξει θέμις.

Greek Monotonic

θεμιστέων: Επικ. γεν. πληθ. του θέμις.

Russian (Dvoretsky)

θεμιστέων: Hes. gen. pl. к θέμις.