θερμαντήριος
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
α, ον,
A promoting warmth, φάρμακα Hp.Loc.Hom.17.
II χαλκίον θ., = θερμαντήρ, IG4.39 (Aegina), 22.1416, Gal.13.663.
German (Pape)
[Seite 1201] zum Erwärmen geschickt, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θερμαντήριος: -α, -ον, προξενῶν θερμότητα, φάρμακα Ἱππ. 416. 5. ΙΙ. χαλκίον θερμαντήριον = θερμαντήρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 161, 2139 οὕτω, θερμαντήριον μόνον, Γαλην.
Greek Monolingual
θερμαντήριος, -ία, -ον (Α) θερμαντήρ
1. αυτός που προκαλεί θερμότητα («θερμαντήρια φάρμακα», Ιπποκρ.)
2. φρ. «χαλκίον θερμαντήριον» — θερμαντήρας.