θερμαντήρας

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

ο (Α θερμαντήρ) θερμαίνω
σκεύος για θέρμανση νερού, αερίου κ.λπ.
νεοελλ.
φυσ. ειδική συσκευή για τη θέρμανση κάποιου σώματος σε σταθερή θερμοκρασία η οποία χρησιμοποιείται κατά τις θερμιδομετρικές μετρήσεις για τον προσδιορισμό της ειδικής θερμότητας.