θερμαυστρίζω
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
dance the θερμαυστρίς (v. θερμαστρίς 1.2), Critias Fr. 36 D., Luc.Salt.34.
German (Pape)
[Seite 1201] od. θερμαστρίζω, den Tanz θερμαστρίς tanzen, Luc. salt. 34; Eust.
French (Bailly abrégé)
faire des entrechats, danser la danse θερμαυστρίς.
Greek Monolingual
θερμαυστρίζω ή θερμαστρίζω (Α)
χορεύω τον χορό θερμαστρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαυστρίς ή θερμαστρίς «είδος χορού»].