θερμαστρίδα

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source

Greek Monolingual

η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) θερμάστρα
λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιά
αρχ.
1. κάθε είδος λαβίδας
2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια σε σχήμα λαβίδας
3. είδος σφήνας ή καρφιού
4. θερμαντήρας («τοὺς λέβητας καὶ τὰς θερμάστρεις καὶ τὰς φιάλας», ΠΔ).