θερμῶδες, lukewarm, Aret.CA 2.3.
[Seite 1202] ες, lau, Aret.
θερμώδης: -ες, (εἶδος) χλιαρός, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θερ. 2. 3.
θερμώδης, -ῶδες (Α) θερμόςχλιαρός.