θυμαρέω

English (LSJ)

to be well-pleased, Theoc.26.9.

German (Pape)

[Seite 1222] Wohlgefallen haben, billigen, Theocr. 26, 9.

French (Bailly abrégé)

θυμαρῶ :
avoir pour agréable, approuver.
Étymologie: θυμαρής.

Russian (Dvoretsky)

θῡμᾱρέω: находить хорошим, одобрять Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμᾱρέω: εὐαρεστοῦμαι ἔν τινι, Θεόκρ. 26. 9.

Greek Monotonic

θῡμᾱρέω: είμαι αρκετά ικανοποιημένος, πολύ ευχαριστημένος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

θῡμᾱρέω,
to be well-pleased, Theocr. [from θῡμᾱρής]