θυννομαγερία

Greek Monolingual

θυννομαγερία και θυννομαγειρία και θυννομαγερεία, ἡ (Μ)
φαγητό από τον(ν)ο, μαγειρεμένος τον(ν)ος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + μαγε(ι)ρ(ε)ία «μαγειρεμένο φαγητό» (< μαγειρεύω)].