θώρακος

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

θώρακος, ἡ (Μ)
θώρακας πανοπλίας («θώρακον ἴσχει σιδηρᾱν», Φυσιολ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, με μεταβολή γένους κατά τα θηλ. σε -ος].