θώρακος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

θώρακος, ἡ (Μ)
θώρακας πανοπλίας («θώρακον ἴσχει σιδηρᾱν», Φυσιολ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, με μεταβολή γένους κατά τα θηλ. σε -ος].