Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.
θώρακος, ἡ (Μ)θώρακας πανοπλίας («θώρακον ἴσχει σιδηρᾱν», Φυσιολ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, με μεταβολή γένους κατά τα θηλ. σε -ος].