ιδεατός Search Google

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

ή, -ό
αυτός που υπάρχει μόνο ως ιδέα, που παίρνει υπόσταση μόνο με τη νόηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα κατά τα ρηματικά επίθ. σε -τός].