ιδιοτυπία

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source

Greek Monolingual


ιδιαίτερη μορφή, ιδιομορφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιό-τυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].